- αντίχρηση
- (γαλλ. antichrèse, ιταλ. anticresi).Σύμφωνα με το ρωμαϊκό δίκαιο, α. ήταν η συμφωνία κατά την οποία ο ενυπόθηκος ή ενεχυρούχος δανειστής έπαιρνε αντί των τόκων τους καρπούς του πράγματος· ο θεσμός επέζησε σε διάφορα νεότερα δίκαια (Γαλλία, Ιταλία), όπου διαμορφώθηκε σε είδος εμπράγματης ασφάλειας, ενώ αντίθετα δεν υιοθετείται γενικά από τον ελληνικό Αστικό Κώδικα. Μπορεί ωστόσο να συσταθεί και στην Ελλάδα ανάλογο ενοχικό δικαίωμα –όχι δουλεία– υποθήκης, προβλέπεται μάλιστα ότι είναι έγκυρη η συμφωνία κατά την οποία ο δανειστής λαμβάνει τα ωφελήματα του πράγματος που δόθηκε ως ενέχυρο.
* * *η (Α ἀντίχρησις)νεοελλ.το δικαίωμα ενεχυρούχου δανειστή να κρατά για εξόφληση των τόκων του δανείου τους καρπούς που αποδίδει από τη φύση του το ενέχυροαρχ.χρήση κάποιου πράγματος αντί άλλου.
Dictionary of Greek. 2013.